σμπίρος

σμπίρος
ο
(λ. ιταλ.), αστυνομικός υπάλληλος, καταδότης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμπίρος — ο, Ν αστυνομικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbirro «αστυνομικός κλητήρας, υπάλληλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”